- ξεφούσκωτος
- η , ο1) спущенный (о шине и т. п.); 2) не вздутый, не вспученный (о животе, опухоли)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεφούσκωτος — η, ο [ξεφουσκώνω] αυτός που έχει ξεφουσκώσει, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε, άδειος από αέρα … Dictionary of Greek
ξεφούσκωτος — η, ο ο άδειος από αέρα: Βρήκα όλα τα λάστιχα του αυτοκινήτου ξεφούσκωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)